-
1 τολυπεύω
II metaph., wind off, achieve, accomplish, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, of Penelope's web (with a play on the literal sense), Od.19.137;ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε 1.238
, 4.490, al.; Φρῃξὶν πένθος τ. work them grief, E.Rh. 744 (anap.); δόμον τ. finish building it, AP9.655;λίθον.. ἐκ θεμέθλων Arch.Anz.31.149
([place name] Nicopolis).2 endure,ἐς γῆρας τ. ἀργαλέους πολέμους Il.14.86
; . (Poet. word, v. l. in J.AJ17.1.2 for πολιτεύω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολυπεύω
См. также в других словарях:
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek